- μυριόνεκρος
- μῡριόνεκρος , μυριόνεκροςwhere tens of thousands diemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριόνεκρος — η, ο (ΑΜ μυριόνεκρος, ον) (για πόλεμο ή μάχη) αυτός κατά τον οποίο φονεύθηκαν πάρα πολύ άνθρωποι, πολύνεκρος μσν. φρ. «τάφος μυριόνεκρος» αυτός στον οποίο τάφηκαν αναρίθμητοι νεκροί, Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + νεκρός] … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
μυριόνεκροι — μῡριόνεκροι , μυριόνεκρος where tens of thousands die masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)